καταμονή

καταμονή
καταμονή, ἡ (Α) [καταμένω]
1. αναβολή
2. επιμονή και καρτερία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταμονῇ — καταμονή a remaining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμονή — a remaining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμοναῖς — καταμονή a remaining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμοναί — καταμονή a remaining fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμονῆς — καταμονή a remaining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμονήν — καταμονή a remaining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμονίη — καμμονίη, ἡ (Α) (επικ. τ. αντί καταμονή) η επιμονή στη μάχη και η νίκη που προέρχεται από την επιμονή αυτή («εἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς δώῃ καμμονίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται είτε < *καταμονίη (< κατάμονος < καταμένω), με αιολ. αποκοπή …   Dictionary of Greek

  • καταμονίη — καταμονίη, ἡ (Α) [καταμένω] η καταμονή* …   Dictionary of Greek

  • καταμονάς — καταμονά̱ς , καταμονή a remaining fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”